κιούγκι

κιούγκι
το
σωλήνας υπονόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kunk].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιούγκι — το (λ. τουρκ.), υδροσωλήνας, σωλήνας οχετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λούκι — το 1. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι 2. αυλάκι σε ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια 3. φρ. α) «μπήκα στο λούκι» αναγκάστηκα να προσαρμοστώ ή να συμβιβαστώ αλλάζοντας σε έναν βαθμό τον τρόπο ζωής μου β) «έπεσα σε λούκι» βρέθηκα σε δυσάρεση κατάσταση.… …   Dictionary of Greek

  • πηλοσωλήνας — ο, Ν σωλήνας κατασκευασμένος από ψημένο πηλό που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά διαφόρων υγρών, κυρίως όμως τών λυμάτων σε αποχετεύσεις και υπονόμους, λούκι, κιούγκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”